- κατηχημένος
- κατηχέωsound overperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… … Dictionary of Greek
κατηχούμαι — κατηχούμαι, κατηχήθηκα, κατηχημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατηχώ — κατήχησα, κατηχήθηκα, κατηχημένος, μπάζω κάποιον στα δόγματα της θρησκείας, διδάσκω: Κατήχησε τον ειδωλολάτρη στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)